τἄπη

τἄπη
Ἄ̱πη , Ἆπις
masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic)
ἔπη , ἔπος
vácas
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἔπη , ἔπος
vácas
neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταπή — ἡ, Α βλ. ταφή …   Dictionary of Greek

  • ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • Υρκανία — Χώρα της Ασίας, στη σημερινή επαρχία Μαζαντεράν της Περσίας. Οι κάτοικοί της Υρκανοί, εξεστράτευσαν μαζί με τον Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας. Ο Μέγας Αλέξανδρος την κυρίευσε και την έκανε σατραπεία με Έλληνες διοικητές. Πρωτεύουσα τους ήταν η Τάπη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”